- σκίραφος
- σκί̱ραφος , σκίραφοςdice-boxmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκίραφος — ὁ, Α 1. κουτί με το οποίο ανακάτευαν και έριχναν τα ζάρια 2. μτφ. απάτη, δόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τής λ. με τον τ. κίραφος «αλεπού», λόγω τού ερμηνεύματος που παραδίδει ο Ησύχιος στον τ. ἀλωπεκίζω «απατώ». Απίθανη … Dictionary of Greek
σκ(ε)ιραφώ — έω, Α [σκίραφος] (κατά τον Ησύχ.) συμπεριφέρομαι απατηλώς … Dictionary of Greek
σκίρον — και σκίρρον και εσφ. γρφ. σκῡρον, τὸ, ΜΑ μσν. εσχάρα έλκους, κρούστα, κάκαδο αρχ. 1. ο εξωτερικός φλοιός τού τυριού 2. αποξηραμένες βρομιές, ακαθαρσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῖρος, (ὁ) «σκληρή γη» με αλλαγή γένους. Ο τ. σκῦρον είναι εσφ. γρφ., πιθ. κατ … Dictionary of Greek
σκίρος — ο / σκῑρος, ΝΑ, και σκίρρος Ν, και σκῡρος, και σκεῑρος, και σκῑρα ή σκίρα, τὰ, Α νεοελλ. (συν. στον τ. σκίρρος) μορφή καρκινώματος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σκληρότητα, η οποία οφείλεται σε αφθονία ινώδους ιστού στη θεμέλια ουσία του μσν. αρχ … Dictionary of Greek
σκιραφείον — και σκιράφιον, τὸ, Α [σκίραφος] τόπος όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το κυβευτήριον* («οὐκ ἐν τοῑς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.) … Dictionary of Greek
σκιραφευτής — ὁ, Α αυτός που παίζει κύβους, ζάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκίραφος + κατάλ. ευτής (πρβλ. κυβ ευτής)] … Dictionary of Greek
σκιραφώδης — ῶδες, Α [σκίραφος] απατεώνας, κατεργάρης … Dictionary of Greek
σκιράφοις — σκῑράφοις , σκίραφος dice box masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιράφου — σκῑράφου , σκίραφος dice box masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιράφους — σκῑράφους , σκίραφος dice box masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)